μύστας

μύστας
μύστᾱς , μύστης
one initiated
masc acc pl
μύστᾱς , μύστης
one initiated
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που …   Dictionary of Greek

  • οικουρώ — (Α οἰκουρῶ, έω) [οικουρός] νεοελλ. παραμένω στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας αρχ. 1. μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι 2. (γενικά) φυλάω κάτι 3. επιστατώ σε ναό («ὅταν οἰκουρῶσι μύστας», Αριστοτ.) 4. (για γυναίκα) μένω στο σπίτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”